- ρανίδα
- ησταγόνα, σταλαγματιά: Πολέμησαν ως την τελευταία ρανίδα του αίματός τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρανίδα — η / ῥανίς, ίδος, ΝΜΑ σταγόνα, σταλαματιά (α. «έχυσαν και την τελευταία ρανίδα τού αίματός τους» β. «ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῡσα ἐπὶ γῆν», ΠΔ) αρχ. 1. το σπέρμα τού ανδρός 2. κηλίδα, στίγμα, σημάδι («τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεί κρόκῳ… … Dictionary of Greek
ῥανίδα — ῥανίς drop fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥανίδ' — ῥανίδα , ῥανίς drop fem acc sg ῥανίδι , ῥανίς drop fem dat sg ῥανίδε , ῥανίς drop fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο … Dictionary of Greek
ράσμα — τὸ, Α [ῥαίνω] 1. το ράντισμα 2. η ρανίδα, η σταγόνα … Dictionary of Greek
ρανίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. ρανίδα … Dictionary of Greek